- λακτιστής
- λακτ-ιστής, οῦ, ὁ,A one who kicks or tramples, ἵπποι λ. kicking horses, X.Mem.3.3.4; of a man, Plu.2.10c; ληνοῦ λ. treader of the winepress, AP9.403 (Maec.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακτιστής — one who kicks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακτιστής — ο (Α λακτιστής) [λακτίζω] (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης αρχ. φρ. «ληνοῡ λακτιστής» αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι … Dictionary of Greek
λακτισταί — λακτιστής one who kicks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακτιστήν — λακτιστής one who kicks masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακτιστάς — λακτιστά̱ς , λακτιστής one who kicks masc acc pl λακτιστά̱ς , λακτιστής one who kicks masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακτιστικός — ή ό (Α λακτιστικός, ή, όν) [λακτιστής] 1. (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια να λακτίζει 2. το θηλ. ως ουσ. η λακτιστική η τέχνη τού λακτίσματος κατά την πάλη, σε αντιδιαστολή προς την πυκτική, την τέχνη τής πυγμαχίας … Dictionary of Greek
λακτιστῶν — λάκτισμα a kick masc gen pl λακτιστής one who kicks masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)